- σειρηδών
- -όνος, ἡ, Αδ. γρφ. τού σειρήν.[ΕΤΥΜΟΛ. < Σειρήν, κατά τα ονόματα τών εντόμων σε -ηδών (πρβλ. πεμφρ-ηδών)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αξολότλ — Προνυμφική μορφή αμφίβιου ουροδελούς (αμβλύστομο η τίγρις), είδους σαλαμάνδρας που ζει στις λίμνες των ΗΠΑ, του Καναδά και του Μεξικού. Για πολύ καιρό οι επιστήμονες πίστευαν πως το α., που μέχρι τότε γινόταν εύκολα η εκτροφή και η αναπαραγωγή… … Dictionary of Greek